φημ'

φημ'
φημι , φημί
Spir. Prooem.
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φῆμ' — φῆμαι , φήμη a. fem nom/voc pl φῆμα , φῆμα that which is said neut nom/voc/acc sg φῆμι , φῆμις speech fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμ' — φήμᾱͅ , φήμη a. fem dat sg (doric aeolic) φημι , φημί Spir. Prooem. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώμευμα — ζώμευμα, τό (Α) [ζωμεύω] (σε κωμ. λογοπαίγνιο τού Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα*, την… …   Dictionary of Greek

  • λυσιτελώ — (Α λυσιτελῶ, έω) [λυσιτελής] αποβαίνω ωφέλιμος, παρέχω κέρδος («οὔ φημ ἂν λυσιτελεῑν σφῷν [τοῡτο]», Αριστοφ.) αρχ. 1. αποζημιώνω για δαπάνη που έγινε ή πληρώνω τα οφειλόμενα 2. (συν. ως απρόσ.) λυσιτελεῑ μοι είναι καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει 3 …   Dictionary of Greek

  • νηπύτιος — νηπύτιος, ία, ον (Α) (υποκορ. τού νήπιος) 1. μικρό παιδί, παιδάκι 2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, νηπιώδης, παιδαριώδης («ού γὰρ φημ έπέεσσί γε νηπυτίοισιν», Ομ. Ιλ.) 3. (κατ επέκτ.) ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του νήπιος* που… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть I — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος] (сер. IV в., Антиохия (ныне Антакья, Турция) 14.09. 407, Команы Понтийские (около совр. сел. Гюменек близ г. Токат, Турция)), свт. (пам. 27 янв., 14 сент., 13 нояб.; 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам. зап. 27… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”